ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ

 

 

ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΖΗΤΙΑΝΟΥ

 

Του Κώστα Γκουντάρα

 

 

Δεν είναι δα και λίγες οι φορές που τούτες τις μέρες, τις Άγιες μέρες των Χριστουγέννων, ένα κράτημα της καρδιάς μας κάνει να αναπολούμε ή αν θέλετε καλύτερα να γλυκάνουμε τις τύψεις μας για ό,τι δεν κάναμε μέχρι τούδε ή τέλος πάντων για ό,τι θα θέλαμε να προσφέρουμε τις Άγιες τούτες μέρες, τις μέρες της αγάπης, του οίκτου για τον διπλανό, που πάσχει και της χαράς για την έλευση του Σωτήρα. Και ονειροπολούμε και σχεδιάζουμε και ξανασχεδιάζουμε, καθώς η ματιά μας πνίγεται στις φλόγες του τζακιού, που έχουμε απέναντί μας, σε μια προσπάθεια να ηρεμήσουμε, να δημιουργήσουμε και να προσφέρουμε. Και καθώς η μελάνη αρχίζει να τρέχει στο χαρτί, σαν τα ίχνη που αφήνει ο μοναχικός διαβάτης στη ντυμένη στα ολόλευκα φύση, -όπως πολλές φορές συμβαίνει τις μέρες αυτές, μέρες καταμεσής του χειμώνα, του χειμώνα των κρύων, της παγωνιάς και του χιονιού-, έρχονται και φωλιάζουν κάπου ‘κει στην ανεξάντλητη πηγή δημιουργίας του μυαλού εμπειρίες του παρελθόντος, που κατάλληλα τοποθετημένες μας δίνουν εικόνες και κείμενα που μπορούν να μιλήσουν στην ψυχή και να δώσουν μια χαρμολύπη στη σκέψη και στη περίσσεια καρδιάς που ο καθένας διαθέτει.

Ήταν, θυμάμαι, Χριστούγεννα. Παραμονές, περίπου, στα 1962, αλήθεια πώς πέρασαν πενήντα-και ολόκληρα χρόνια, κοντά μισός αιώνας, τα καλύτερα χρόνια, μια ολόκληρη ζωή. Και σαν τώρα, λοιπόν, έρχονται στο μυαλό μου στιγμές που σημάδεψαν τα παιδικά μας χρόνια.

Στο χωριό που ζούσα, ένα γραφικό και παράλληλα με μεγάλη ιστορία χωριό, στολίδι του κάμπου, που φέρει και το όνομά του, του μεγάλου σιτοβολώνα της περιοχής – σε κάθε εποχή του χρόνου ανάλογα με τις αντίστοιχες αγροτικές εργασίες έβλεπε κανείς μια ιδιαίτερη δραστηριότητα των χωριανών. Την περίοδο του θερισμού οι άνδρες και οι γυναίκες ξεχύνονταν με τα δρεπάνια στα χέρια και τραβούσαν γραμμή για το χωράφι, για να θερίσουν το στάρι και είχαν και το φτσέλι κρεμασμένο στον ώμο, με δροσερό από το πηγάδι νερό, για να ξεδιψάσουν, καθώς μέσα στο λιοπύρι θα έκοβαν το στάρι, για να φτιάξουν τα δεμάτια, που οι πιο δυνατοί θα τα μάζευαν σε θημωνιές ή θα τα φόρτωναν στα κάρα, που για να χωρέσουν περισσότερα δεμάτια, οι νοικοκυραίοι είχαν μεριμνήσει να μπουν τα μεγάλα σιρένια στη θέση τους. Και έτσι όλοι τους στη γραμμή, τραγουδώντας το τραγούδι των θεριστάδων:

Άνθισαν τα στάχια, άνθισ’ η χαρά

βάλτε τα μαντήλια τα μεταξωτά,

τα ψάθινα καπέλα, τις χρυσές ποδιές,

ξημερώνουν μέρες με γλυκιές αυγές … .

 

τραβούσαν για το μεγάλο αλώνι, εκεί που θα τους περίμεναν οι πατώζες, για να «ξεδιαλύνουν» τον καρπό και στη συνέχεια η πρέσα να φτιάξει από το άχυρο τις μπάλες, για να ‘χουν το χειμώνα τα ζώα- υπήρχαν πολλά κοπάδια στο χωριό-  την τροφή τους, το  ταΐ, όπως λέγανε.

Και κατά την περίοδο της σποράς, πάλι, εκεί, μετά του Αγίου Φιλίππου, θα μπορούσε να δει κανείς το ζευγάρι με το αλέτρι και τη σβάρνα, ξύλινη σβάρνα πάνω στο κάρο, να τραβάνε προς τα χωράφια, να οργώσουν και να σβαρνίσουν, για να ΄ναι έτοιμα να δεχθούν το σπόρο. Το σπόρο που η αφράτη γης θα πολλαπλασιάσει και θα δώσει καλή σοδειά. Και είχαν ακόμα κρεμασμένα και τα ρόδια στις παραπέτες, δίπλα στη θέση που ο «οδηγός» του κάρου θα άφηνε το καμουτσίκι, χρήσιμο εργαλείο για τη ρύθμιση της προσπάθειας του ζευγαριού. Το ρόδι που  έσπαζαν μέσα στο σπόρο και εύχονταν, «όπως αβγαταίνουν τα σπυριά από το ρόδι, έτσι ν’ αβγατίσει και ο σπόρος στο χωράφι».-

Τέτοιες, λοιπόν, σκηνές, έβλεπε κανείς στο γραφικό τούτο χωριό, καθώς, όπως προαναφέραμε, οι κάτοικοί του είναι αγρότες οι περισσότεροι και τσοπαναραίοι μερικοί με μεγάλα κοπάδια από γίδια και πρόβατα, τα οποία άφηναν στα μεγάλα και πολλά μπαΐρια που είχε δίπλα στο χωριό, μιας και οι άνθρωποι δεν προλάβαιναν, με τα μέσα που διέθεταν, να τα καλλιεργήσουν όλα.

Και είχε το χωριό μας, εκτός από τους ωραίους και καθαρούς δρόμους, ωραία σπίτια με μεγάλες αυλές, γεμάτες από οπωροφόρα δένδρα και κήπους με ζαρζαβατικά και άλλα εποχιακά. Δεν έλειπαν, βέβαια, τα κουκιά από κάθε σπίτι για τη φάβα, την ωραία χωριάτικη φάβα με το κόκκινο πιπέρι, που τρώγονταν με μεγάλη όρεξη. Όπως δεν έλειπαν η κατσίκα και η προβατίνα για το φρέσκο γάλα και το τυρί που κάθε νοικοκύρης θα ‘φτιαχνε και στη συνέχεια θα το έβαζε στο τουλούμι για να διατηρείται. Και δεν ήταν μόνο αυτά, ήταν πολλά άλλα. Κάθε νοικοκυριό ήταν μια καλοστημένη «επιχείρηση», από την οποία δεν έλειπε το παραμικρό. Έτσι ωραίοι, χωρίς άγχος, περνούσαν τον καιρό τους δουλεύοντας  και διασκεδάζοντας είτε στο πανηγύρι του χωριού,  στη γιορτή του Αγίου Νικολάου, είτε στις ονομαστικές γιορτές των συγγενών και φίλων. Εκεί μαζεύονταν έτρωγαν, έπιναν και τραγουδούσαν. Μια καλοκουρντισμένη μηχανή ήταν, που το κούρντισμά της ήταν ανθρώπινο, σε ανθρώπινους ρυθμούς για ανθρώπινη ζωή.

Έτσι, λοιπόν, δούλευαν και απολάμβαναν οι περισσότεροι τα καλά των προσπαθειών τους. Και ήταν αρκετοί οι νοικοκυραίοι που ξόδευαν λιγότερα απ’ όσα έβγαζαν και άφηναν και στην άκρη κάτι για ώρα ανάγκης. Και ήταν και εκείνοι που ξόδευαν περισσότερα απ’ όσα είχαν και πολλές φορές ερχόταν σε δύσκολη θέση. Και είχε και ωραίους παππούδες το χωριό, που στρίβοντας το άσπρο μουστάκι τους σου ‘βγαζαν και σου ‘λεγαν ιστορίες της στιγμής. Και είχε και γιαγιές ωραίες, που άλλες ήταν αρχοντογιαγιές σοβαρές και λιγομίλητες και άλλες φαφούτες και πολυλογούσες. Είχε, όμως, και μοναχικούς ανθρώπους, ανθρώπους που, ναι μεν, τους βοηθούσαν οι συγχωριανοί τους αλλά, τις καλές μέρες των εορτών, των μεγάλων εορτών, όπως είναι τα Χριστούγεννα, έμεναν μόνοι τους, εντελώς μόνοι, έχοντας για παρέα τις αναμνήσεις τους και ό,τι δικό τους έχασαν.

Η κυρ-Αγγέλω, μια ηλικιωμένη και μικροκαμωμένη γριούλα, ζούσε στο τελευταίο σπίτι του χωριού, προς τη βορινή του πλευρά. Ζούσε σ’ ένα χαμόσπιτο φτιαγμένο από πλίθες. Είχε μια μικρή καμαρούλα που το δάπεδό της ήταν χωμάτινο και πάνω εκεί έστρωνε μια κουρελού τριμμένη για «χαλί». Είχε κι ένα χαμηλό κρεβάτι που το στρώμα του είχε μέσα άχυρο, που το άλλαζε κάθε χρόνο, παίρνοντας από τ’ αλώνια  του χωριού, για να είναι αφράτο. Απέναντι από το κρεβάτι της είχε μια πάντα, που διέκρινες πάνω της μια σκηνή από κυνήγι. Ένα ωραίο παλικάρι μέσα στο δάσος με τα δυο του σκυλιά, κρατούσε στο ένα του χέρι το όπλο και στο άλλο μια αρμάθα πουλιά, αγριόπαπιες. Ήταν, όπως συχνά έλεγε, ανάμνηση από τον πατέρα της που πολύ αγαπούσε το κυνήγι. Είχε και μια μικρή κουζίνα με δυο, τρία πιάτα, μια γκαζιέρα κι ένα μικρό νιπτήρα στο χώρο του παραθυριού, που έβλεπε πέρα προς τα χωράφια. Είχε και δυο, τρεις κότες και με τη βοήθεια των γειτόνων και συγχωριανών της τα έφερνε βόλτα. Ένα μικρό τζάκι, που ήταν πάντα αναμμένο, από τις ρίζες που της έφερνε ο μπάρμπα Κώστας, ο «κοτέτσας», έτσι τον αποκαλούσαν γιατί από μικρός κρύβονταν μέσα στο κοτέτσι, όταν παίζανε, κρατούσε λίγο ζεστή την ατμόσφαιρα, χωρίς να λείπει και η κάπνα που έτσουζε τα μάτια.

Πιο ‘κει από την κυρ-Αγγέλω, περίπου 50 μέτρα μακρύτερα, κοντά στο υδραγωγείο, ζούσε ο Τάσος. Ένα ορφανό και μοναχικό παλικάρι περίπου 25 χρονών. Πατέρα δεν γνώρισε και η μητέρα του είχε πεθάνει πριν από μερικά χρόνια, ήταν ολομόναχος. Ζούσε σ’ ένα σπίτι χωρίς τζάμια στα παράθυρα, αφού τα τελευταία χαρτόνια που είχε βάλει για να προστατεύεται από τη βροχή και το κρύο είχαν μουσκευτεί και δεν έκαναν και, μέχρι να προμηθευθεί άλλα από τον κυρ-Θανάση, το μπακάλη, ο Τάσος υπέμενε το κρύο και τη βροχή που έμπαινε μέσα. Η πόρτα του σπιτιού, μια παλιά ξύλινη πόρτα, της έλειπε μάλιστα κι ένα κομμάτι σανίδι, έμπαζε και το ρεύμα που δημιουργούνταν σ’ έκανε να μη μπορείς να σταθείς. Κι όμως ο Τάσος την έβγαζε εκεί. Κοιμόταν πάνω σε μια κουρελού και από πάνω του έπαιρνε μια παλιά φλοκάτη που του είχε αφήσει η δόλια μάνα του. Το καλοκαίρι, θυμάμαι, φορούσε ένα κοντό, τρύπιο παντελόνι και γύριζε πάντα ξυπόλητος, και το χειμώνα φορούσε μια παλιά χλαίνη, δώρο του κυρ Θανάση, του γείτονα, από το στρατό και κανένα παντελόνι φαρδύ του κυρ-Δημητράκη. Τα παπούτσια του ήταν, συνήθως, τρύπια χωρίς κορδόνια και με τρύπιες κάλτσες. Τις περισσότερες φορές ζητιάνευε, άλλοτε όμως αναγκάζονταν να κλέψει και τίποτα, για να μπορέσει να ζήσει. Ήταν γνωστός ως ο Τάσος ο ζητιάνος. Όσο και αν τον βοηθούσαν μερικοί, δεν μπορούσαν να τον βοηθούν και συνέχεια, δεν τα κατάφερνε. Όλοι τον αποπαίρνανε. Για τα μικρά παιδιά είχε γίνει ο φόβος και τρόμος, έτσι βρώμικος και ατημέλητος, καθώς ήταν. Μάλιστα συχνά, οι μανάδες, όταν δεν έτρωγαν το φαγητό τους ή δεν κάθονταν καλά τα φοβέριζαν λέγοντας: «Φάε, γιατί θα φωνάξω τον Τάσο» ή «κάτσε καλά γιατί να ο Τάσος έρχεται».

Παρ’ όλα αυτά υπήρχε κι ένας άνθρωπος που τον αγαπούσε πολύ. Ήταν η κυρά-Αγγέλω. Καθώς τον έβλεπε να περνά μπροστά από το σπίτι της μάτωνε η καρδούλα της και τακτικά ένα δάκρυ κυλούσε στα ρυτιδωμένα μάγουλά της. Γνώριζε τη μάνα του, την κυρά-Δέσπω, που πριν  την αρρώστια της, ήταν μια ‘περήφανη και εργατική γυναίκα, όλο καλοσύνη. Μια γυναίκα που ποτέ δεν έβγαλε κακό λόγο για κανέναν, παρ’ όλο που ατύχησε και έχασε νωρίς τον άντρα της, χωρίς να τον γνωρίσει ο Τάσος. Πίστευε πάντως πως και αυτό το παιδί έχει μέσα του κάτι από την καλοσύνη της κυρά-Δέσπως. Και, ο Τάσος, καθώς περνούσε από μπροστά της, όταν ήταν στην αυλή πάντα τη χαιρετούσε και δεν ήταν λίγες οι φορές που τη βοηθούσε να σχίσει τα ξύλα με το τσεκούρι, για να ζεστάνει το γυρτό κορμί της, στη θαλπωρή του τζακιού. Μια ζεστή κουβέντα, «να προσέχεις, Τάσο, παιδί μου», και το μοίρασμα, στα δυο, του ψωμιού, που είχε, ήταν η αμοιβή του, για ό,τι έκανε, για την κυρά-Αγγέλω. Την αγαπούσε και αυτός και ήθελε πολλές φορές να τη σφίξει στην αγκαλιά του, μια που υπήρξε φίλη της μανούλας του, που τόσο του έλειπε.

Τούτα, λοιπόν, τα Χριστούγεννα, με το πολύ κρύο και τη μεγάλη παγωνιά, η κυρ-Αγγέλω, είχε να δει τον Τάσο περίπου μια βδομάδα. Παρ’ όλο που στήνονταν στο παράθυρο από το χάραμα μέχρι το σούρουπο, δεν έβλεπε τον Τάσο να περνά κι ανησυχούσε. Δεν μπορούσε να βγει έξω και να ρωτήσει, γιατί τα κουράγια της δεν της το επέτρεπαν, εξ’ άλλου το πιο κοντινό προς αυτή σπίτι ήταν του Τάσου. Το χιόνι και το κρύο δεν την άφηναν. Το καρβέλι με τις ελιές και μερικά άλλα χρήσιμα δεν είχαν ακόμη τελειώσει και οι γείτονες δεν είχαν φανεί.

Οι μέρες περνούσαν, μα ο Τάσος δεν έλεγε να φανεί. Παραμονή Χριστουγέννων, αύριο Χριστούγεννα, «πού να βρίσκεται αυτό το παιδί», μονολογούσε, η κυρά-Αγγέλω. Ήθελε να του κάνει έκπληξη η κακομοίρα. Είχε σφάξει τον κόκορα που είχε και θα έφτιαχνε ωραία σούπα, θα την αυγόκοβε με τα δυο αυγά που κράτησε και θα τον φίλευε, θα του έκανε το τραπέζι ανήμερα των Χριστουγέννων. Αλλά ο Τάσος που να φανεί. Και καθώς οι σκέψεις αυτές την βασάνιζαν, πέρασε όλη η μέρα και αποκοιμήθηκε εκεί, κοντά στο τζάκι, περιμένοντας και η ίδια την γέννηση του μικρού Χριστού. Και ενώ το σκοτάδι συνέχισε να πέφτει, μια φιγούρα φάνηκε να ξεπροβάλει από την άκρη του δρόμου και να κινείται προς το σπίτι της κυρ-Αγγέλως. Στα χέρια φαίνονταν σαν κάτι να κρατάει βαρύ, ήταν δυο γεμάτες σακούλες. Πλησιάζει προς την πόρτα, ρίχνει μια ματιά από το παράθυρο, βλέπει τη γριούλα αποκοιμισμένη και διστάζει να χτυπήσει, μη και την τρομάξει. Κάθεται στο πεζούλι που ήταν δίπλα στη πόρτα, ακουμπάει και τις τσάντες κάτω και περιμένει. Έτσι κουκουλωμένος όπως ήτανε με τη χλαίνη του και καθώς έγειρε το κεφάλι του προς τον τοίχο του χαμόσπιτου, χωρίς να το καταλάβει, αποκοιμήθηκε.

Την άλλη μέρα το πρωΐ, μέρα Χριστουγέννων, τα κοντινά σπίτια του χωριού ξύπνησαν από τις φωνές της κυρ-Αγγέλως κι έτρεξαν να δουν τι συμβαίνει. Έκπληκτοι μπροστά στα μάτια τους είδαν τον Τάσο, σκεπασμένο με τη χλαίνη του, που είχε γίνει άσπρη από το χιόνι, με το σκουφί του και τα φρύδια επίσης κάτασπρα, και τα χέρια του παγωμένα , μα να συνεχίζουν να κρατάν σφιχτά τις δυο σακούλες. Εν τω μεταξύ άρχισαν να καταφτάνουν και άλλοι χωριανοί. Το γεγονός δεν άργησε να διαδοθεί: «Ο Τάσος κοκάλωσε στην πόρτα της κυρ-Αγγέλως», «όλο το βράδυ έμεινε έξω μ’ αυτή την παγωνιά». Η κυρά-Αγγέλω ήταν απαρηγόρητη. Κρατούσε το κεφάλι του στα γόνατά της και μονολογούσε: «Πού ήσουν, αγόρι μου; τόσες μέρες σε περίμενα. Κι ήθελα σήμερα να σου κάνω και το τραπέζι στο φτωχικό μου. Σήμερα που γεννιέται ο μικρός Χριστούλης;»

«Δυο μέρες ήταν σε μένα», αποκρίνεται ο κυρ-Μιχάλης, «κουβαλούσε ξύλα από το πρωΐ ως το βράδυ, μάλιστα του έδωσα και χρήματα για τον κόπο του.» «Και άλλες δυο μέρες σε μένα», ακούστηκε ο κυρ-Γιάννης, «κουβαλούσε ταΐ, για τα ζώα, με το αζημίωτο φυσικά». Και μετά ο κυρ-Νίκος και ο κυρ-Βαγγέλης. Και καθώς η κυρά-Αγγέλω του έτριβε τα χέρια για να ζεσταθούν, με το λίγο κονιάκ που υπήρχε για τέτοιες ώρες, στην προσπάθειά τους να τον βάλουν μέσα στο φτωχικό της, για να ζεσταθεί, μπας και η καρδούλα του αντέχει ακόμη, παρατήρησαν ότι στις τσάντες μέσα υπήρχαν: ένα Χριστόψωμο, από τον φούρνο του κυρ-Αργύρη, τρεις κοθώνες, λίγο παστό κρέας, δυο θηλιές λουκάνικα και λίγα μελομακάρονα. Όλοι κατάλαβαν ότι τις μέρες που ο Τάσος έλειπε δούλευε, γιατί και αυτός ετοίμαζε τη δική του έκπληξη για τη γριούλα. Με τα χρήματα που μάζεψε αγόρασε είδη για το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι της κυρ-Αγγέλως.

Τα μάτια των περισσοτέρων δάκρυσαν και καθώς η κυρ-Αγγέλω είχε τον Τάσο στην αγκαλιά της και παρακαλούσε τον Χριστούλη που γεννιόταν σε λίγο να τον &sigm