Η ιστορία ενός γνωμικού
του Κώστα Γκουντάρα
Για το γνωστό γνωμικό «Γηράσκω αεί διδασκόμενος», το οποίο αποδίδεται στον φιλόσοφο Σόλωνα, υπάρχει η εξής παλιά παράδοση:
Κάποτε ο φιλόσοφος Σόλωνας βρέθηκε με φίλους του σε μια ερημική περιοχή και, καθώς το σκοτάδι έπεφτε και ήταν δύσκολο γι’ αυτούς να επιστρέψουν στην πόλη, αποφάσισαν να παραμείνουν στην εξοχή, να περάσει το βράδυ και το πρωί να επιστρέψουν. Επειδή όμως, όσο έπεφτε η νύχτα, έκανε και περισσότερο κρύο, σκέφθηκαν να ανάψουν φωτιά, για να ζεσταθούν. Να όμως που δεν είχαν μαζί τους φωτιά. Καθώς προσπαθούσαν να βρουν τρόπο, διακρίνουν πέρα μακριά κάποιο φως. Σκέφθηκαν ότι κάποιος τσοπάνος θα σταβλίζει τα πρόβατά του και οπωσδήποτε αυτός θα είχε φωτιά. Κανόνισαν ο μεν Σόλωνας να πάει να φέρει φωτιά, οι δε άλλοι να μαζέψουν ξύλα ώστε να είναι όλα έτοιμα.
Πράγματι πήγε ο Σόλωνας, βρήκε το βοσκό και αφού του είπε εν ολίγοις την ιστορία τους ζήτησε να πάρει ένα κλαδί αναμμένο από τη φωτιά που είχε. Δεν του το αρνήθηκε και πράγματι ο Σόλωνας ξεκινά για τους φίλους του. Με το που έφθασε, ήταν και λίγο μακριά, έσβησε το κλαδί. Τι να κάνει, παίρνει το δρόμο πάλι για να μεταφέρει τη φωτιά. Ο βοσκός όταν τον είδε γέλασε, δεν του είπε όμως τίποτα. Να πάρω ένα κλαδί ακόμα, λίγο πιο μεγάλο, γιατί εκείνο μου έσβησε λίγο πριν φθάσω; Να πάρεις του απαντά ο βοσκός. Να όμως που και αυτό είχε την ίδια τύχη. Απελπισμένος ο Σόλωνας, το κρύο γινόταν όλα και τσουχτερό, επιστρέφει πάλι στον βοσκό. Ο βοσκός τότε δεν αντέχει και του λέει: Καλά δεν νογάς1 να πας την φωτιά. Δεν νογάω, του απαντά ο Σόλωνας. Άνοιξε τις χούφτες σου να βάλω λίγη στάχτη μέσα. Πράγματι γέμισε τις χούφτες του Σόλωνα στάχτες και μέσα έβαλε ένα κάρβουνο. Πήγαινε τώρα να ανάψεις φωτιά, του λέει. Με κατεβασμένο το κεφάλι ο Σόλωνας ξεκινάει για τους φίλους του γεμάτος αγωνία να δει αν θα φτάσει η φωτιά στην παρέα. Πράγματι βρήκε την παρέα του και άναψαν τη φωτιά. Τότε καθώς χάζευε την φλόγα της αναφώνησε το «Γηράσκω αεί διδασκόμενος».
1 νογάω=καταλαβαίνω